λαγωός

λαγῷος

λαγωοφόνος
λαγῷος, α, ον [ᾰγ] de lièvre, Ar. Ach. 1110 ; Plut. M. 138f ; τὰ λαγῷα (s. e. κρέα) Ar. Eq. 1192, etc. ; Com. (Ath. 400d) viande de lièvre.
Étym. λαγώς.