λαικάστρια

λαϊκός

λαϊκόω-ῶ
λαϊκός, ή, όν [ᾱῐ]
1 qui concerne le peuple, du peuple, Aqu. Ezech. 48, 15 ||
2 (p. opp. à κληρικός) laïque, Clém. 562 ||
3 profane, Aqu. 1 Reg. 21, 4.
Étym. λαός.