Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λαιμοπέδη
λαιμόρυτος
λαιμός
λαιμό·ρυτος,
ος, ον
[
ῠ
] qui coule de la gorge,
Eur.
Hel.
335
.
Étym.
λ. ῥέω
.