Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λαῖφος
λαιψηροδρόμος
λαιψηροκέλευθος
λαιψηρο·δρόμος,
ος, ον,
qui court légèrement, rapidement,
Eur.
I.A.
207
.
Étym.
λαιψηρός, δραμεῖν
.