Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λαισήϊον
λαισποδίας
Λαισποδίας
λαι·σποδίας,
ου
(
ὁ
)
[
ᾱ
] débauché,
Apd. com.
(
Com. fr.
4, 454
).
Étym.
λαι-
,
σποδέω
.