Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λακκαῖος
λακκόπεδον
λακκόπλουτος
λακκό·πεδον,
ου
(
τὸ
)
c.
τὸ χαλώμενον τοῦ ὀσχέου
,
Ruf.
(
Orib.
3, 390 B.-Dar.
).