λάκτισμα

λακτιστής

Λακύδης
λακτιστής, οῦ, adj. m. :
1 qui rue, Xén. Mem. 3, 3, 4 ||
2 qui foule, qui presse : ληνοῦ, Anth. 9, 403, le fouleur du pressoir.
Étym. λακτίζω.