λακωνιστής

λακωνομανέω-ῶ

λαλαγέω-ῶ
λακωνο·μανέω-ῶ [ᾰᾰ] être fou des Lacédémoniens, Ar. Av. 1281.
Étym. Λάκων, μαίνομαι.