λάλλαι

λαλοϐαρυπαραμελορυθμοϐάτας

λαλόεις
λαλο·ϐαρυ·παρα·μελο·ρυθμο·ϐάτας, ου [ϐᾰᾰᾰᾰᾱ] adj. m. qui bavarde lourdement à tort et à travers sans suivre ni l’air ni la mesure, Pratin. (Ath. 617e).
Étym. λάλος, βαρύς, παρά, μέλος, ῥυθμός, βαίνω.