λαμπαδουχία

λαμπαδοῦχος

λαμπάζω
λαμπαδοῦχος, ος, ον [πᾰ]
1 qui tient un flambeau, Lyc. 734 ||
2 qui fait luire sa lumière, Eur. I.A. 1505.
Étym. λαμπάς, ἔχω.