λαμπαδηδρομία

λαμπαδηκόμος

λαμπαδηφορέω-ῶ
λαμπαδη·κόμος, ος, ον [πᾰ] qui prend soin des flambeaux, Syn. 74d.
Étym. λαμπάς, κομέω.