λαμπροφωνία

λαμπρόφωνος

λαμπρόψυχος
λαμπρό·φωνος, ος, ον, à la voix claire ou forte, Hpc. Aër. 283 ; Plut. M. 840a ||
Sup. -ότατος, Dém. 329, 25.
Étym. λαμπρός, φωνή.