Λαοφῶν

λαοχαρής

λαπαδνός
λαο·χαρής, ής, ές [ᾱᾰ] qui réjouit le peuple, J. Géom. H. in Virg. 4, p. 867.
Étym. λ. χαίρω ; cf. Χαρίλαος.