Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Λαοδίκιον
λαόδικος
λαοδογματικός
λαό·δικος,
ος, ον
[
ᾱῐ
] jugé par le peuple,
Socr.
(
DL.
2, 42
).
Étym.
λαός, δίκη
.