Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Λαοθόη
λαοκατάρατος
Λαοκόων
λαο·κατάρατος,
ος, ον
[
ᾱᾰᾱᾱ
]; maudit du peuple,
Symm.
Prov.
11, 26
.
Étym.
λ. καταράομαι
.