Λαοκόωσα

λαοκρατέομαι-οῦμαι

λαοκρατία
λαο·κρατέομαι-οῦμαι [ᾱᾰ] être gouverné démocratiquement, Mén. rhét. 195, 15.
Étym. λαός, κρατέω.