λαοφόνος

λαοφόρος

Λαοφόων
λαο·φόρος, ος, ον [] litt. qui porte le peuple : λ. ὁδός, Il. 15, 682, ou λ. κέλευθος, Thcr. Idyl. 25, 155, route ou chemin fréquenté.
Étym. λ. φέρω ; cf. λεωφόρος.