λαοτρόφος

λαοτύπος

Λαουϊνία
λαο·τύπος, ος, ον [ᾱῠ] qui taille ou sculpte la pierre, Anth. 7, 429 ; ὁ λ. A. Pl. 59, tailleur de pierres.
Étym. λᾶας, τύπτω.