λαφυραγωγέω-ῶ

λαφυραγωγός

λαφυρεύω
λαφυρ·αγωγός, ός, όν [ᾰῡᾰ] qui emporte du butin, pillard, Polyen 8, 16, 6 conj.
Étym. λάφυρον, ἄγω.