λαφύσσω

λαφύστιος

Λαφύστιος
λαφύστιος, α, ον []
1 dévorant, glouton, vorace, Lyc. 215 ; A. Pl. 1, 15 ||
2 pass. dévoré, Lyc. 791.
Étym. λαφύσσω.