Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λαρνακόγυιος
λαρνακοφθόρος
λάρναξ
λαρνακο·φθόρος,
ος, ον
[
νᾰ
] qui fait périr dans un coffre,
Lyc.
235
.
Étym.
λάρναξ, φθείρω
.