λαρυγγοτομία

λαρυγγόφωνος

λάρυγξ
λαρυγγό·φωνος, ος, ον [] semblable à un son partant de la gorge, guttural, Sopatr. (Ath. 175c).
Étym. λάρυγξ, φωνή.