λαρυγγισμός

λαρυγγοτομέω-ῶ

λαρυγγοτομία
λαρυγγο·τομέω-ῶ [] faire l’incision de la gorge, P. Eg. 6, 33.
Étym. λάρυγξ, -τομος de τέμνω.