Λᾶσσος

λασταυροκάκκαϐον

λάσταυρος
λασταυρο·κάκκαϐον, ου (τὸ) [ᾰϐ] sorte de plat recherché, Chrysipp. (Ath. 9c).
Étym. λάσταυρος, κ.