λαθίφθογγος

λαθιφροσύνη

λᾶθος
λαθιφροσύνη, ης () [ᾰῠ] absence de raison, démence, folie, A. Rh. 4, 356 au pl.
Étym. *λαθίφρων, de λαθεῖν, φρήν.