λαθρόνυμφος

λαθροπόδης

λάθρος
λαθρο·πόδης ou λαθρό·πους (ὁ, ἡ) seul. acc. pl. λαθροπόδας, Anth. 9, 409, qui s’avance secrètement ou insensiblement.
Étym. λάθρᾳ, πούς.