λαξευτός

λαξεύω

λάξις
λα·ξεύω, tailler la pierre, Spt. Ex. 34, 1, etc. ; Eum. p. 14 ; λίθος λελαξευμένος, Spt. Judith 1, 2, pierre de taille.
Étym. λᾶς, *ξεύω, c. ξέω.