Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λείηνα
λειμακίς
λειμακώδης
λειμακίς,
ίδος
(
ἡ
)
[
ᾰῐδ
] nymphe des prairies,
Orph.
Arg.
643 conj.
Étym.
λεῖμαξ
.