Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
λειμών
λειμό·δωρον,
ου
(
τὸ
)
limodore,
plante,
Th.
C.P.
5, 15, 5
.
Étym.
λειμών, δῶρον
.