Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λειόϐατος
λειογένειος
λειόγλωσσος
λειο·γένειος,
ος, ον,
au menton lisse, imberbe,
Hdt.
5, 20
.
Étym.
λεῖος, γένειον
.