λείουσι

λειόφλοιος

λειόφυλλος
λειό·φλοιος, ος, ον, à écorce lisse, Th. H.P. 1, 5, 2 ; 9, 4, 2 ||
Cp. -ότερος, Th. C.P. 5, 7, 2.
Étym. λ. φλοιός.