λειοντοπάλης

λειοποιέω-ῶ

λειοποίησις
λειο·ποιέω-ῶ,
1 lisser, polir, Hld. chir. (Chir. p. 97, 5) ||
2 broyer, Geop. 20, 26.
Étym. λεῖος, π.