Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λεῖος
λειόστρακος
λειοσώματος
λει·όστρακος,
ος, ον
[
ᾰ
] à écailles lisses,
Arstt.
H.A.
4, 4, 6
.
Étym.
λεῖος, ὄστρακον
.