λειψοσέληνον

λειψυδρία

λειψύδριον
λειψ·υδρία, ας () manque d’eau, Th. C.P. 5, 12, 1 ; Pol. 34, 9, 6 ; Str. 740, etc.
Étym. λείπω, ὕδωρ.