λεκανίσκη

λεκανομαντεία

λεκανόμαντις
λεκανο·μαντεία, ας () [κᾰ] divination au moyen d’un bassin de métal, Ps.-Callisth. (Fabricii bibliotheca græca v. 14, p. 148).
Étym. λεκάνη, μαντεία.