λεκιθοειδής

λεκιθολαχανόπωλις

λεκιθόπωλις
λεκιθο·λαχανό·πωλις, ιδος () [ῐᾰᾰῐδ] marchande de pois et de légumes, Ar. Lys. 458.
Étym. λέκιθος, λάχανον, πωλέω.