λεοντόχορτος

λεοντώδης

λεοντωδῶς
λεοντώδης, ης, ες, c. λεοντοειδής, Plat. Rsp. 590a ; Arstt. Pol. 8, 4 ; Plut. Alex. 2, etc. ; τὸ λεοντῶδες, Plut. Fab. 1, nature de lion, joint à τὸ μεγαλόψυχον.
Étym. λέων, -ωδης.