λεπτοδερμία

λεπτόδερμος

λεπτόδομος
λεπτό·δερμος, ος, ον, qui a la peau mince, fine, Hpc. 487, 20 ; 557, 18 ||
Sup. -ότατος, Arstt. Probl. 10, 5, P.A. 2, 18, 3, etc.
Étym. λ. δέρμα.