Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτοδερμία
λεπτό·γραφος,
ος, ον
[
ᾰ
]
c. le préc.
Luc.
V. auct.
23
.
Étym.
λ. γράφω
.