λεπτοτομέω-ῶ

λεπτοτράχηλος

λεπτότρητος
λεπτο·τράχηλος, ος, ον [] au cou mince, grêle, A. Mynd. (Ath. 392c) ||
Cp. -ότερος, Arstt. Physiogn. 5, 5.