λευχειμονέω-ῶ

λευχείμων

λευχηπατίας
λευχ·είμων, gén. ονος (ὁ, ἡ) vêtu de blanc, Phintys (Stob. Fl. 74, 61) ; Orph. H. 50, 10 ; Arstd. t. 1, 298.
Étym. λευκός, εἷμα.