Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λευκόχροιος
λευκόχροος-ους
λευκόχρους
λευκό·χροος-ους,
οος-ους, οον-ουν
, de couleur blanche,
Arstt.
G.A.
1, 20 ;
Arét.
Caus. m. diut.
1, 13
.
Étym.
λ. χρόα
.