λευκόχροιος

λευκόχροος-ους

λευκόχρους
λευκό·χροος-ους, οος-ους, οον-ουν, de couleur blanche, Arstt. G.A. 1, 20 ; Arét. Caus. m. diut. 1, 13.
Étym. λ. χρόα.