Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λευκόχρους
λευκόχρυσος
λευκοχρώματος
λευκό·χρυσος,
ος, ον
[
ῡ
] qui est blanc et or,
Plin.
H.N.
37, 9
.
Étym.
λ. χρυσός
.