Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκοπάρυφος
λευκο·πάρειος,
ion.
λευκο·πάρῃος
,
ος, ον
[
ᾰ
] aux joues blanches,
Anth.
5, 160
.
Étym.
λ. παρειά
.