Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λευκοφυής
λευκόφυλλος
λευκοχίτων
λευκό·φυλλος,
ος, ον,
aux feuilles blanches,
Diosc.
4, 104
.
Étym.
λ. φύλλον
.