λευκόπρωκτος

λευκόπτερος

λευκόπυγος
λευκό·πτερος, ος, ον, aux voiles (litt. ailes) blanches, Eschl. Pr. 993 ; Eur. Hipp. 752, Tr. 848.
Étym. λ. πτερόν.