Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λευκόστικτος
λευκόστολος
λευκόσφυρος
λευκό·στολος,
ος, ον,
à la robe blanche,
Clém.
Str.
5, 8, p. 676
.
Étym.
λ. στολή
.