λευκοσώματος

λευκότης

λευκοτριχέω-ῶ
λευκότης, ητος ()
1 couleur blanche, blancheur, Hpc. Aër. 292 ; Plat. Rsp. 617a ; Arstt. Nic. 1, 6 ||
2 limpidité, fig. Eun. p. 21, 21.
Étym. λευκός.