Λευκὴ ἀκτή

λευκηπατίας

λευκήπειρος
λευκ·ηπατίας ou mieux λευχ·ηπατίας, ου [ᾰᾱ] adj. m. qui a le foie blanc, c. à d. simple, modeste, timide, Zénob. 4, 87.
Étym. λ. ἧπαρ.