Λεῦκτρον

λευκώλενος

λεύκωμα
λευκ·ώλενος, ος, ον, aux coudes blancs, aux bras blancs, Il. 1, 55, etc. ; Od. 6, 239, etc. ; Pd. P. 3, 98.
Étym. λ. ὠλένη.